φαλλήν

φαλλήν
φαλλήν, ῆνος, , ([etym.] φαλλός) a name of Dionysus, Paus.10.19.3 (κεφαλῆνα codd., corr. Lobeck); cf. Φαλῆς:—Adj. [full] φαλληνός, όν, φαλληνὸν τιμῶσι Διωνύσοιο κάρηνον Orac. ap. Eus.PE5.36 (s. v. l., φαληνοτιμῶσι cod.A, Φαλλῆνος τιμῶσι Lobeck).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Φαλλήν — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλλήν — ῆνος, ὁ, Α προσωνυμία τού Διονύσου («ἡ δὲ [Πυθία] αὐτοὺς σέβεσθαι Διόνυσον Φαλλήνα ἐκέλευσεν», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλλός + επίθημα ήν, ῆνος (πρβλ. πευθ ήν)] …   Dictionary of Greek

  • Φαλλῆνα — Φαλλήν masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαλλῆνος — Φαλλήν masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Dioniso — Para el nombre teofórico (‘sirviente de Dioniso’) que a veces se aplica erróneamente a este dios, véase Dionisio …   Wikipedia Español

  • φαλληνός — όν, Α αυτός που έχει σχήμα φαλλού. [ΕΤΥΜΟΛ. Το όν. φαλλήν, ῆνος ως επίθ. με καταβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • φαλλός — Ομοίωμα του αντρικού μορίου, που οι αρχαίοι Έλληνες το θεωρούσαν σύμβολο γονιμότητας. Το χρησιμοποιούσαν στις διονυσιακές και βακχικές πομπές, και το κατασκεύαζαν από ξύλο συκιάς, πηλό ή δέρμα. Στην αρχαία Αθήνα, μια γιορτή που είχε καθαρά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”