- φαλλήν
- φαλλήν, ῆνος, ὁ, ([etym.] φαλλός) a name of Dionysus, Paus.10.19.3 (κεφαλῆνα codd., corr. Lobeck); cf. Φαλῆς:—Adj. [full] φαλληνός, όν, φαλληνὸν τιμῶσι Διωνύσοιο κάρηνον Orac. ap. Eus.PE5.36 (s. v. l., φαληνοτιμῶσι cod.A, Φαλλῆνος τιμῶσι Lobeck).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.